- παρενδοθῇ
- παρά-ἐνδίδωμιgive inaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρενδίδωμι — Α [ενδίδωμι] 1. ενδίδω, υποχωρώ 2. (για οξεία ασθένεια) καταπραΰνομαι 3. (Ησύχ.) «παρενδοθῇ παρατεθῇ» … Dictionary of Greek